Βέλγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βέλγα | οι | Βέλγες |
γενική | της | Βέλγας | των | Βέλγων |
αιτιατική | τη | Βέλγα | τις | Βέλγες |
κλητική | Βέλγα | Βέλγες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvel.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βέλ‐γα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒέλγα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Βέλγος, άλλη μορφή του Βελγίδα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Βέλγιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βέλγα
→ δείτε τη λέξη Βελγίδα |
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Βέλγιο