γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Αἰάντειος Αἰαντεί τὸ Αἰάντειον
      γενική τοῦ Αἰαντείου τῆς Αἰαντείᾱς τοῦ Αἰαντείου
      δοτική τῷ Αἰαντεί τῇ Αἰαντεί τῷ Αἰαντεί
    αιτιατική τὸν Αἰάντειον τὴν Αἰαντείᾱν τὸ Αἰάντειον
     κλητική ! Αἰάντειε Αἰαντεί Αἰάντειον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Αἰάντειοι αἱ Αἰάντειαι τὰ Αἰάντει
      γενική τῶν Αἰαντείων τῶν Αἰαντείων τῶν Αἰαντείων
      δοτική τοῖς Αἰαντείοις ταῖς Αἰαντείαις τοῖς Αἰαντείοις
    αιτιατική τοὺς Αἰαντείους τὰς Αἰαντείᾱς τὰ Αἰάντει
     κλητική ! Αἰάντειοι Αἰάντειαι Αἰάντει
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Αἰαντείω τὼ Αἰαντεί τὼ Αἰαντείω
      γεν-δοτ τοῖν Αἰαντείοιν τοῖν Αἰαντείαιν τοῖν Αἰαντείοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αἰάντειος < Αἴας (γενική Αἴαντος) + -ειος

  Επίθετο

επεξεργασία

Αἰάντειος, -α, -ον

  • ο σχετικός με τον Αίαντα
    ⮡ Αἰάντειος γέλως