Αἰάντειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Αἰάντειος, -α, -ον
- ο σχετικός με τον Αίαντα
- ⮡ Αἰάντειος γέλως
Πηγές
επεξεργασία
- Αἰάντειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.