Δείτε επίσης: αϊτινός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αϊτινός οι Αϊτινοί
      γενική του Αϊτινού των Αϊτινών
    αιτιατική τον Αϊτινό τους Αϊτινούς
     κλητική Αϊτινέ Αϊτινοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αϊτινός < Αϊτ(ή) + -ινός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αϊτινός αρσενικό (θηλυκό Αϊτινή)

  Μεταφράσεις επεξεργασία