Ασπρόρρευμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ασπρόρρευμα | τα | Ασπρορρεύματα |
γενική | του | Ασπρορρεύματος | των | Ασπρορρευμάτων |
αιτιατική | το | Ασπρόρρευμα | τα | Ασπρορρεύματα |
κλητική | Ασπρόρρευμα | Ασπρορρεύματα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈspɾo.ɾev.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σπρόρ‐ρευ‐μα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ασπρόρρευμα ουδέτερο
- οικισμός της Ευρυτανίας
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ασπρόρρευμα