Ασκραία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ασκραία | οι | Ασκραίες |
γενική | της | Ασκραίας | των | Ασκραιών |
αιτιατική | την | Ασκραία | τις | Ασκραίες |
κλητική | Ασκραία | Ασκραίες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ασκραία < → δείτε τη λέξη Άσκρη• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈskɾe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σκραί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσκραία θηλυκό