Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ασκραία οι Ασκραίες
      γενική της Ασκραίας των Ασκραιών
    αιτιατική την Ασκραία τις Ασκραίες
     κλητική Ασκραία Ασκραίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ασκραία < → δείτε τη λέξη Άσκρη• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈskɾe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐σκραί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ασκραία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 18, 19 Ιανουαρίου 1973