Ασκέλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ασκέλι | τα | Ασκέλια |
γενική | του | Ασκελιού | των | Ασκελιών |
αιτιατική | το | Ασκέλι | τα | Ασκέλια |
κλητική | Ασκέλι | Ασκέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ασκέλι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈske.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σκέ‐λι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσκέλι ουδέτερο