Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.siˈmi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐ση‐μί‐να

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ασημίνα οι Ασημίνες
      γενική της Ασημίνας
    αιτιατική την Ασημίνα τις Ασημίνες
     κλητική Ασημίνα Ασημίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
συνήθως γεν. πλ. Ασημίνων
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ασημίνα < Ασημ(ή) + -ίνα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ασημίνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Ασημίνα < γενική ενικού του αρσενικού Ασημίνας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ασημίνα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Ασημίνα αρσενικό