↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ασανούδα οι Ασανούδες
      γενική της Ασανούδας
    αιτιατική την Ασανούδα τις Ασανούδες
     κλητική Ασανούδα Ασανούδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ασανούδα < Ασάν(α) + -ούδα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.saˈnu.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐σα‐νού‐δα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ασανούδα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία