Ασανούδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ασανούδα | οι | Ασανούδες |
γενική | της | Ασανούδας | — | |
αιτιατική | την | Ασανούδα | τις | Ασανούδες |
κλητική | Ασανούδα | Ασανούδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.saˈnu.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σα‐νού‐δα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσανούδα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ασανούδα
|
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.