Ασάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ασάνα | οι | Ασάνες |
γενική | της | Ασάνας | — | |
αιτιατική | την | Ασάνα | τις | Ασάνες |
κλητική | Ασάνα | Ασάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ασάνα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈsa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σά‐να
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ασάνα θηλυκό
Άλλες γραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ασάνα
|