Αρωμούνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αρωμούνα | οι | Αρωμούνες |
γενική | της | Αρωμούνας | — | |
αιτιατική | την | Αρωμούνα | τις | Αρωμούνες |
κλητική | Αρωμούνα | Αρωμούνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αρωμούνα < Αρωμούν(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾoˈmu.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρω‐μού‐να
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρωμούνα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Αρωμούνος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αρωμούνος