Αρτεμάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Αρτεμάκι | τα | Αρτεμάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | Αρτεμάκι | τα | Αρτεμάκια |
κλητική | Αρτεμάκι | Αρτεμάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αρτεμάκι < Άρτεμ(ις) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρτεμάκι ουδέτερο