↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αρμενίδα οι Αρμενίδες
      γενική της Αρμενίδας των Αρμενίδων
    αιτιατική την Αρμενίδα τις Αρμενίδες
     κλητική Αρμενίδα Αρμενίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αρμενίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἀρμενίς. Συγχρονικά αναλύεται σε Αρμέν(ιος) + -ίδα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾ.meˈni.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρ‐με‐νί‐δα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αρμενίδα θηλυκό

  • (εθνικό όνομα) θηλυκό του Αρμένιος
    ※  Ὁ θρησκευτικὸς μυστικισμός του ἐκδηλώνεται πιὸ πολὺ στὸ πρῶτο του ἔργο «Μαχζὲν-οὐλ-ἀσράρ» = Ἀποθήκη μυστηρίων, 1179. Τὴ φήμη του ὅμως τὴ χρωστάει στὸ ποίημά του «Χοσρὸβ-ου-Σιρίν. Στὸ ἔπος αὐτὸ ἀφηγεῖται τὸν ἔρωτα τοῦ βασιλιὰ Χοσρόη Παρβὶζ (Χοσρόη τοῦ ἰσχυροῦ), 590-628, τῆς δυναστείας τῶν Σασανιδῶν, πρὸς τὴν Ἀρμενίδα βασιλοπούλαα Σιρίν· τὴ ζηλοτυπία του κατὰ τοῦ ἀρχιτέκτονα Φερχὰτ καὶ τὴν τελικὴ συμφιλίωσή του μὲ τὴ Σιρὶν ποὺ στὸ τέλος τὴν παντρεύεται.
    Κώστας Αθ. Μιχαηλίδης, Περσική ποίηση: Νιζάμι, Νέα Εστία, έτος ΙΔ΄, τόμος 28ος, τεύχος 333, 1 Νοεμβρίου 1940, σελ. 1331

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία