Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αρμένισσα οι Αρμένισσες
      γενική της Αρμένισσας των Αρμενισσών
    αιτιατική την Αρμένισσα τις Αρμένισσες
     κλητική Αρμένισσα Αρμένισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αρμένισσα < Αρμέν(ιος) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾˈme.ni.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρ‐μέ‐νισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αρμένισσα θηλυκό

  • (εθνικό όνομα) θηλυκό του Αρμένιος
    ※  Ενα από τα παιδιά μάς παίρνει παράμερα. Κοιτάζει γύρω του και μας εκμυστηρεύεται: «Η μάνα μου ήταν Αρμένισσα. Πέθανε ξαφνικά. Είχε αλλαξοπιστήσει για να παντρευτεί τον πατέρα μου. Εγώ από τα αρμένικα ξέρω μόνο λίγες λέξεις…».
    Οι Αρμένιοι έχουν εξαφανισθεί…, Η Καθημερινή, 7 Νοεμβρίου 2006

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία