Αποστολόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αποστολόπουλος | οι | Αποστολόπουλοι & Αποστολοπουλαίοι1 |
γενική | του | Αποστολόπουλου & Αποστολοπούλου |
των | Αποστολόπουλων2 & Αποστολοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Αποστολόπουλο | τους | Αποστολόπουλους3 & Αποστολοπουλαίους |
κλητική | Αποστολόπουλε | Αποστολόπουλοι & Αποστολοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Αποστολοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Αποστολοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αποστολόπουλος < Αποστόλ(ης) + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.stoˈlo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐πο‐στο‐λό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑποστολόπουλος αρσενικό (θηλυκό Αποστολοπούλου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]