Αποστολίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αποστολίτσα | οι | Αποστολίτσες |
γενική | της | Αποστολίτσας | — | |
αιτιατική | την | Αποστολίτσα | τις | Αποστολίτσες |
κλητική | Αποστολίτσα | Αποστολίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αποστολίτσα < υποκοριστικό του → και δείτε τη λέξη Απόστολος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.stoˈli.t͡sa/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑποστολίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αποστολία
Αποστολίτσα
|