Ανθηλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.θiˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αν‐θη‐λιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑνθηλιώτης αρσενικό (θηλυκό Ανθηλιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από την Ανθήλη ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Ανθήλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ανθηλιώτης
|