Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Ανάβρυτα
      γενική των Ανάβρυτων
Αναβρύτων
    αιτιατική τα Ανάβρυτα
     κλητική Ανάβρυτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ανάβρυτα < αναβρυτός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈna.vɾi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐νά‐βρυ‐τα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ανάβρυτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. περιοχή του Αμαρουσίου
  2. (κτίριο) εκπαιδευτήριο στην παραπάνω περιοχή
    ※  Αρχές της δεκαετίας του ’80 και τελειώνοντας το Δημοτικό οι γονείς μου με ρώτησαν πολύ σοβαρά αν θα με ενδιέφερε να «δοκιμάσουμε να μπεις στα Ανάβρυτα». (Δημήτρης Ρηγόπουλος, Ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ: ο «μύθος» των Αναβρύτων ζωντανεύει ξανά, εφημερίδα Καθημερινή, 28 Φεβρουαρίου 2016)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία