↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αμοργιανός οι Αμοργιανοί
      γενική του Αμοργιανού των Αμοργιανών
    αιτιατική τον Αμοργιανό τους Αμοργιανούς
     κλητική Αμοργιανέ Αμοργιανοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.moɾ.ʝaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐μορ‐για‐νός

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Αμοργιανός < Αμοργ(ός) + -ιανός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αμοργιανός αρσενικό (θηλυκό Αμοργιανή)

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Αμοργό
  2. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τους Αμοργιανούς Αιτωλοακαρνανίας

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Αμοργιανός < πατριδωνυμικό Αμοργιανός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αμοργιανός αρσενικό (θηλυκό Αμοργιανού)

Μεταγραφές

επεξεργασία