Αμοργιανού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αμοργιανού < γενική ενικού του αρσενικού Αμοργιανός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.moɾ.ʝaˈnu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μορ‐για‐νού
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑμοργιανού θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Αμοργιανός
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑμοργιανού αρσενικό
- γενική ενικού του Αμοργιανός