Αιγιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αιγιώτης | οι | Αιγιώτες |
γενική | του | Αιγιώτη | των | Αιγιωτών |
αιτιατική | τον | Αιγιώτη | τους | Αιγιώτες |
κλητική | Αιγιώτη | Αιγιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΑιγιώτης αρσενικό (θηλυκό Αιγιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή κατοικεί στο Αίγιο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Αίγιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αιγιώτης
|