Αδελφόπουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αδελφόπουλος | οι | Αδελφόπουλοι & Αδελφοπουλαίοι1 |
γενική | του | Αδελφόπουλου & Αδελφοπούλου |
των | Αδελφόπουλων2 & Αδελφοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Αδελφόπουλο | τους | Αδελφόπουλους3 & Αδελφοπουλαίους |
κλητική | Αδελφόπουλε | Αδελφόπουλοι & Αδελφοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Αδελφοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Αδελφοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αδελφόπουλος αρσενικό (θηλυκό Αδελφοπούλου)