Αγνούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αγνούλα | οι | Αγνούλες |
γενική | της | Αγνούλας | — | |
αιτιατική | την | Αγνούλα | τις | Αγνούλες |
κλητική | Αγνούλα | Αγνούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αγνούλα < Αγν(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αγνούλα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αγνή
Αγνούλα
|