Αγίασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Αγίασμα | τα | Αγιάσματα |
γενική | του | Αγιάσματος | των | Αγιασμάτων |
αιτιατική | το | Αγίασμα | τα | Αγιάσματα |
κλητική | Αγίασμα | Αγιάσματα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αγίασμα < αγίασμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈʝi.a.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γί‐α‐σμα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑγίασμα ουδέτερο