Αβησσυνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αβησσυνία | οι | Αβησσυνίες |
γενική | της | Αβησσυνίας | των | Αβησσυνιών |
αιτιατική | την | Αβησσυνία | τις | Αβησσυνίες |
κλητική | Αβησσυνία | Αβησσυνίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Αβησσυνία < από την αραβική λέξη "χαμπές" που σήμαινε ομάδα λαών ή μικτό λαό • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;