Αβγουλάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αβγουλάς < επάγγελμα αβγουλάς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vɣuˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐βγου‐λάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑβγουλάς αρσενικό (θηλυκό Αβγουλά)
Δείτε επίσης : αβγουλάς |
Αβγουλάς αρσενικό (θηλυκό Αβγουλά)