αβγουλάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβγουλάς < αβγό
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβγουλάς αρσενικό (θηλυκό: αβγουλού)
Άλλες γραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβγουλάς
|
Δείτε επίσης : Αυγουλάς |
αβγουλάς αρσενικό (θηλυκό: αβγουλού)
|