Όσλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Όσλο | ||
γενική | του | Όσλου | ||
αιτιατική | το | Όσλο | ||
κλητική | Όσλο | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΌσλο ουδέτερο
- η πρωτεύουσα της Νορβηγίας (παλιότερα ονομαζόταν Χριστιανία)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Όσλο στη Βικιπαίδεια