Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ίαμος οι Ίαμοι
      γενική του Ίαμου
Ιάμου
των Ίαμων
Ιάμων
    αιτιατική τον Ίαμο τους Ίαμους
Ιάμους
     κλητική Ίαμε Ίαμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ίαμος < αρχαία ελληνική Ἴαμος < ἴον

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ίαμος αρσενικό

  1. πρόσωπο στην ελληνική μυθολογία, γιος του Απόλλωνα και της Ευάδνης, γενάρχης των Ιαμιδών, που μιλούσε τη γλώσσα των πουλιών
  2. (πληροφορική, μουσική) υπολογιστικό πρόγραμμα του πανεπιστημίου της Μάλαγα, που συνθέτει μουσική
    ※  Ονομάζεται Ίαμος. Δεν είναι όμως ο μυθικός γιος του Απόλλωνα και της Ευάδνης, που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών, αλλά ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής που έχει μάθει να συνθέτει κλασική μουσική. (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 5/1/2013)

Δείτε επίσης επεξεργασία