↓ πτώσεις       ενικός      
[ῑᾰμο-
ονομαστική Ἴαμος
      γενική τοῦ Ἰάμου
      δοτική τῷ Ἰάμ
    αιτιατική τὸν Ἴαμον
     κλητική ! Ἴαμε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἴαμος < ἴον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἴαμος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) ο Ίαμος, γιος του Απόλλωνα και της Ευάδνης, γενάρχης των Ιαμιδών, που μιλούσε τη γλώσσα των πουλιών

Δείτε επίσης

επεξεργασία