Άρνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Άρνος | ||
γενική | του | Άρνου | ||
αιτιατική | τον | Άρνο | ||
κλητική | Άρνε | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Άρνος < αρχαία ελληνική Ἄρνος < λατινική Arnus• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈaɾ.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Άρ‐νος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΆρνος αρσενικό
- ποταμός της Ιταλίας στην Τοσκάνη
- ※ Ὁ Ἄρνος ποὺ κυλᾶ κοιμισμένα τὰ θολὰ πρασινοκίτρινα καὶ σὰν λιμνάζοντα νερά του, σπινθήριζε στὴ Δύση σὰν ἕνα ποτάμι χρυσοῦ λίγο μαυρισμένου ἀπὸ τὰ χρόνια, καὶ τὰ γέρικα σκοτεινὰ σπίτια στὶς ὄχτες του, ἀντανακλώντας τον, ἔπαιρναν μιὰν ὄψη χαρούμενη.
- Άλκης Θρύλος, Καλοκαιρινά ταξίδια: Το τέλος της πορείας - Φλωρεντία, Νέα Εστία, έτος Δ΄, τεύχος 74, 15 Ιανουαρίου 1930, σελ. 87
- ※ Ὁ Ἄρνος ποὺ κυλᾶ κοιμισμένα τὰ θολὰ πρασινοκίτρινα καὶ σὰν λιμνάζοντα νερά του, σπινθήριζε στὴ Δύση σὰν ἕνα ποτάμι χρυσοῦ λίγο μαυρισμένου ἀπὸ τὰ χρόνια, καὶ τὰ γέρικα σκοτεινὰ σπίτια στὶς ὄχτες του, ἀντανακλώντας τον, ἔπαιρναν μιὰν ὄψη χαρούμενη.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Άρνος στη Βικιπαίδεια