ślepy
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ślepy < πρωτοσλαβική *slěpъ
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαślepy (pl)
- τυφλός
- που δεν μπορεί να δει
- (μεταφορικά) που δεν δίνει σημασία στο περιβάλλον
- που δεν έχει έξοδο, όχι διαμπερής
Κλίση του επιθέτου ślepy στα πολωνικά
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠαροιμίες
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαślepy (pl) αρσενικό