vulpes
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vulpes < volpes < πρωτοϊταλική *wolpis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wl(o)p- / *h₂ulp- (κόκκινη αλεπού)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
vulpes (la) θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vulpes | vulpēs |
γενική | vulpis | vulpium |
δοτική | vulpī | vulpibus |
αιτιατική | vulpem | vulpēs/vulpīs |
κλητική | vulpes | vulpēs |
αφαιρετική | vulpe | vulpibus |
Πηγές επεξεργασία
- vulpes - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.