Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική uwaga uwagi
γενική uwagi uwag
δοτική uwadze uwagom
αιτιατική uwa uwagi
οργανική uwa uwagami
τοπική uwadze uwagach
κλητική uwago uwagi

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /uˈvaɡa/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

uwaga (pl) θηλυκό

  1. η προσοχή
  2. βιβλιογραφικά η παρατήρηση (συνήθως στον πληθυντικό)

  Επιφώνημα επεξεργασία

uwaga (pl)

Συγγενικά επεξεργασία