nieuwaga
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nieuwaga | nieuwagi |
γενική | nieuwagi | nieuwag |
δοτική | nieuwadze | nieuwagom |
αιτιατική | nieuwagę | nieuwagi |
οργανική | nieuwagą | nieuwagami |
τοπική | nieuwadze | nieuwagach |
κλητική | nieuwago | nieuwagi |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
nieuwaga (pl) θηλυκό