tubulus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtubulus αρσενικό υποκοριστικό του tubus
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tubulus | tubulī |
γενική | tubulī | tubulōrum |
δοτική | tubulō | tubulīs |
αιτιατική | tubulum | tubulōs |
κλητική | tubule | tubulī |
αφαιρετική | tubulō | tubulīs |