summum
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
summum | summum |
summum (fr) αρσενικό
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασία- υπερθετικός βαθμός του supero
(superius) |
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
summum | summum |
summum (fr) αρσενικό
(superius) |