supera
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | supera | superaj |
αιτιατική | superan | superajn |
supera (eo)
- la supera organo - το ανώτερο όργανο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | supera | superaj |
αιτιατική | superan | superajn |
supera (eo)