sostenuto
Διαγλωσσικοί όροιΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- sostenuto < (λόγιο δάνειο) ιταλική sostenuto
ΕπίθετοΕπεξεργασία
sostenuto
- (μουσική) συγκρατημένο tempo, που αργοπορεί
- (μουσική) ήχος (ή νότα) με κρατημένη, παρατεταμένη διάρκεια
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
sostenuto
- (μουσική) ένδειξη που υποδεικνύει τρόπο εκτέλεσης: με συγκρατημένη ταχύτητα, κρατημένα
- ↪ το κομμάτι πρέπει να παιχτεί πιο sostenuto, μη βιάζεσαι!
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- οι μουσικοί όροι αφορούν τη δυτική μουσική
- το επίθετο χρησιμοποιείται είτε άκλιτο, είτε ακολουθώντας την ιταλική κλίση
- γραφή με ελληνικό αλφάβητο: σοστενούτο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- adagio sostenuto
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- sostenuto < μετοχή αορίστου του ρήματος sostenere (στηρίζω) < λατινική sustineō < sub- (κάτω) + teneo (κρατώ)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
sostenuto (it) πληθυντικός: sostenuti (θηλυκό, ενικός: sostenuta, πληθ: sostenute)
- σταθερός, κρατημένος, συγκρατημένος
- (μουσική) → δείτε τη λέξη sostenuto (διαγλωσσικός μουσικός όρος)
- (μουσική) είδος πεντάλ του πιάνου που κρατά, παρατείνει τη διάρκεια επιλεγμένων ήχων → δείτε τη λέξη pedale del sostenuto
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- adagio sostenuto
- pedale del sostenuto
Επεξεργασία
- αγγλικά: sostenuto pedal
- ελληνικά: σοστενούτο πεντάλ
ΜετοχήΕπεξεργασία
sostenuto (it) πληθυντικός: sostenuti (θηλυκό, ενικός: sostenuta, πληθ: sostenute)
- μετοχή αορίστου του ρήματος sostenere (στηρίζω, κρατώ)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- sostenuto στην ιταλική Βικιπαίδεια