Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοστενούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική sostenuto (γραφή με ελληνικό αλφάβητο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /so.steˈnu.to/

  Επίθετο επεξεργασία

σοστενούτο (it) (συνήθως άκλιτο)

  Επίρρημα επεξεργασία

σοστενούτο (it)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία