scopulus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- scopulus < αρχαία ελληνική σκόπελος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαscopulus αρσενικό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | scopulus | scopulī |
γενική | scopulī | scopulōrum |
δοτική | scopulō | scopulīs |
αιτιατική | scopulum | scopulōs |
κλητική | scopule | scopulī |
αφαιρετική | scopulō | scopulīs |