Ετυμολογία

επεξεργασία
rescrit < λατινική rescriptum < scribere (γράφω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rescrit rescrits

rescrit (fr) αρσενικό

  1. (ιστορία) απάντηση ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα στις ερωτήσεις των γραφείων του παλατιού ή των διοικητών των επαρχιών της αυτοκρατορίας
  2. (ιστορία) διάταγμα ενός βασιλιά ή ενός αυτοκράτορα
  3. επιστολή του πάπα που αποτελεί την απόφαση μιας δίκης ή έχει ισχύ νόμου
  4. διαδικασία που επιτρέπει σε έναν δημότη να ζητήσει την επίσημη εξήγηση ενός κειμένου σε μια διοικητική αρχή