rescrit
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rescrit < λατινική rescriptum < scribere (γράφω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rescrit | rescrits |
rescrit (fr) αρσενικό
- (ιστορία) απάντηση ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα στις ερωτήσεις των γραφείων του παλατιού ή των διοικητών των επαρχιών της αυτοκρατορίας
- (ιστορία) διάταγμα ενός βασιλιά ή ενός αυτοκράτορα
- επιστολή του πάπα που αποτελεί την απόφαση μιας δίκης ή έχει ισχύ νόμου
- διαδικασία που επιτρέπει σε έναν δημότη να ζητήσει την επίσημη εξήγηση ενός κειμένου σε μια διοικητική αρχή