ενεστώτας recline
γ΄ ενικό ενεστώτα reclines
αόριστος reclined
παθητική μετοχή reclined
ενεργητική μετοχή reclining

  Ετυμολογία

επεξεργασία
recline < λατινική reclinare

recline (en)

  1. (μεταβατικό) ξαπλώνω κάτι, το πλαγιάζω προς τα πίσω
     αντώνυμα: incline
  2. (μεταβατικό) ακουμπάω κάτι σε θέση ανάπαυσης
    ⮡  I recline my elbows on the table.
    Ακουμπάω τους αγκώνες μου στο τραπέζι.
     συνώνυμα: lean
  3. (αμετάβατο) γέρνω προς τα πίσω, ξαπλώνω
    ⮡  And now recline in your armchair and relax!
    Και τώρα ξάπλωσε στην πολυθρόνα σου και ξεκουράσου!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sit back
     αντώνυμα: incline
  4. (αμετάβατο) παίρνω θέση ανάπαυσης

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 25. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ακουμπώ