przyśpieszenie
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | przyśpieszenie | przyśpieszenia |
γενική | przyśpieszenia | przyśpieszeń |
δοτική | przyśpieszeniu | przyśpieszeniom |
αιτιατική | przyśpieszenie | przyśpieszenia |
οργανική | przyśpieszeniem | przyśpieszeniami |
τοπική | przyśpieszeniu | przyśpieszeniach |
κλητική | przyśpieszenie | przyśpieszenia |
Ετυμολογία επεξεργασία
- przyśpieszenie < przyśpieszać (pl)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌpʃɨɕpʲjɛˈʃɛ̃ɲɛ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
przyśpieszenie (pl) αρσενικό
- (φυσική), (κοινά) η επιτάχυνση
- το γκάζι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη przyśpieszać (pl)
Σημειώσεις επεξεργασία
- θεωρείται σωστό και το przyspieszenie