Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική przyśpieszenie przyśpieszenia
γενική przyśpieszenia przyśpieszeń
δοτική przyśpieszeniu przyśpieszeniom
αιτιατική przyśpieszenie przyśpieszenia
οργανική przyśpieszeniem przyśpieszeniami
τοπική przyśpieszeniu przyśpieszeniach
κλητική przyśpieszenie przyśpieszenia

  Ετυμολογία επεξεργασία

przyśpieszenie < przyśpieszać (pl)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌpʃɨɕpʲjɛˈʃɛ̃ɲɛ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

przyśpieszenie (pl) αρσενικό

  1. (φυσική), (κοινά) η επιτάχυνση
  2. το γκάζι

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία