Ετυμολογία

επεξεργασία
praeda < απώτατη αρχή, η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰed- [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

praeda (la)

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική praeda praedae
γενική praedae praedārum
δοτική praedae praedīs
αιτιατική praedam praedās
κλητική praeda praedae
αφαιρετική praedā praedīs
(α' κλίση)

Απόγονοι

επεξεργασία

praeda (λατινικά)

αλβανικά: pre
ελληνιστική κοινή: πραῖδα
μεσαιωνικά ελληνικά: πραῖδα
νέα ελληνικά: πραίδα, πρέδα (ιδιωματικό)
ισπανικά: preda, prea

→ και δείτε  praeda#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. praeda στο αγγλικό Βικιλεξικό