poeta
Ισπανικά (es)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Καταλανικά (ca)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- poeta < αρχαία ελληνική ποιητής < ποιέω/ποιῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Παπιαμέντο (pap)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | poeta | poeci |
γενική (dopełniacz) | poety | poetów |
δοτική (celownik) | poecie | poetom |
αιτιατική (biernik) | poetę | poetów |
οργανική (narzędnik) | poetą | poetami |
τοπική (miejscownik) | poecie | poetach |
κλητική (wołacz) | poeto | poeci |
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
poeta (pl) αρσενικό