πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική podstawka podstawki
γενική podstawki podstawek
δοτική podstawce podstawkom
αιτιατική podstaw podstawki
οργανική podstaw podstawkami
τοπική podstawce podstawkach
κλητική podstawko podstawki

  Ετυμολογία

επεξεργασία

podstawka < υποκοριστικό του podstawa < pod + stawać

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɔtˈstafka/
 
podstawka (1)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

podstawka (pl) θηλυκό

 
doniczka i podstawka (1)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία