doniczka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | doniczka | doniczki |
γενική | doniczki | doniczek |
δοτική | doniczce | doniczkom |
αιτιατική | doniczkę | doniczki |
οργανική | doniczką | doniczkami |
τοπική | doniczce | doniczkach |
κλητική | doniczko | doniczki |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdoniczka (pl) θηλυκό