πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική doniczka doniczki
γενική doniczki doniczek
δοτική doniczce doniczkom
αιτιατική donicz doniczki
οργανική donicz doniczkami
τοπική doniczce doniczkach
κλητική doniczko doniczki

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

doniczka (pl) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία