πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική podłoga podłogi
γενική podłogi podłóg
δοτική podłodze podłogom
αιτιατική podło podłogi
οργανική podło podłogami
τοπική podłodze podłogach
κλητική podłogo podłogi

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɔdˈwɔ.ɡa/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

podłoga (pl) θηλυκό

  1. το πάτωμα, το κάτω μέρος ενός χώρου
  2. (μαθηματικά) διαδεδομένη ονομασία για τη συνάρτηση που στρογγυλοποιεί έναν αριθμό προς τα κάτω ( ,  ,   ή  )
     συνώνυμα: cecha, część całkowita, entier

Συγγενικά

επεξεργασία