παραθετικά
θετικός piquant
συγκριτικός more piquant
υπερθετικός most piquant

  Επίθετο

επεξεργασία

piquant (en)



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό piquant piquants
θηλυκό piquante piquantes

  Επίθετο

επεξεργασία

piquant (fr)

  1. τσουχτερός
  2. πικάντικος, καυτερός
  3. (μεταφορικά) αψύς, διαπεραστικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

piquant (fr) αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία