πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική palenie palenia
γενική palenia paleń
δοτική paleniu paleniom
αιτιατική palenie palenia
οργανική paleniem paleniami
τοπική paleniu paleniach
κλητική palenie palenia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈlɛ̃ɲɛ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

palenie (pl) ουδέτερο

  1. η ενέργεια του καίω, το κάψιμο
  2. κάπνισμα (τσιγάρου, πίπας κλπ)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  palić