palenie
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palenie | palenia |
γενική | palenia | paleń |
δοτική | paleniu | paleniom |
αιτιατική | palenie | palenia |
οργανική | paleniem | paleniami |
τοπική | paleniu | paleniach |
κλητική | palenie | palenia |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpalenie (pl) ουδέτερο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη palić